-
1 лыжи
лыжи ж мн. τα σκι, τα χιονοπέδιλα* ходить на \лыжиах κάνω σκι, κάνω χιονοδρομία* * *ж мн.τα σκι, τα χιονοπέδιλαходи́ть на лы́жах — κάνω σκι, κάνω χιονοδρομία
-
2 лыжи
мн. τα χιονοπέδιλα, τα σκί (ξεν.) 2. (скидка) η έκπτωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лыжи
-
3 лыжы
[λύζυ] ουσ. θ. χιονοπέδιλα, σκι -
4 лыжы
[λύζυ] ουσ θ χιονοπέδιλα, σκι -
5 лыжи
лыж πλθ. (ενκ. лыжа -и θ.) σκι, χιονοπέδιλα.εκφρ.навострить лыжи – (απλ.) το σκάζω, κόβω λάσπη, το βάζω στα πόδια•направить лыжи – (απλ.) κατευθύνομαι για κάπου.
См. также в других словарях:
σκι — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζουμε τόσο το άθλημα, όσο και τα ειδικά χιονοπέδιλα με τα οποία γίνεται. Τα πέδιλα αυτά είναι δύο μακριά πατίνια γυρισμένα προς τα πάνω στην άκρη, που αρχικά τα κατασκεύαζαν από ξύλο και τώρα, με τη συνδιασμένη… … Dictionary of Greek
χιονοπέδιλο — το, Ν συν. στον πληθ. τα χιονοπέδιλα ζεύγος πεδίλων ειδικών για χιονοδρομίες, κν. σκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + πέδιλο. Η λ., στον πληθ. χιονοπέδιλα, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χιονοδρόμος — ο, η, Ν αθλητής που ασκεί το άθλημα τής χιονοδρομίας ή άτομο που μετακινείται πάνω στο χιόνι χρησιμοποιώντας τα ειδικά χιονοπέδιλα, κν. σκιέρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνο δρόμος, ποδηλατο δρόμος] … Dictionary of Greek
ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… … Dictionary of Greek
Εσκιμώοι — Πληθυσμός αρχαίας προέλευσης, ο οποίος σήμερα είναι εγκατεστημένος σε διάφορες περιοχές, από τη Γροιλανδία μέχρι τη βορειοανατολική Σιβηρία. Οι ομάδες της αμερικανικής ηπείρου αλληλοχαρακτηρίζονται με την ονομασία Ινουίτ, που σημαίνει άνθρωποι. Η … Dictionary of Greek
σκι — το (λ. γαλλ.), άκλ. 1. χιονοπέδιλα: Αγόρασε καινούρια σκι. 2. χιονοδρομία ή το αντίστοιχο σπορ στη θάλασσα: Πήγαν στο Πήλιο, για να κάνουν σκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιονοδρομία — η αγώνας διολίσθησης και αλμάτων πάνω στο χιόνι με χιονοπέδιλα και χιονολισθητήρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)